- ούννος
- ο ист. гунн
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ούννοι — Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα… … Dictionary of Greek
Αττίλας — ο Ούννος καταχτητής του 5ου αιώνα, ονομαστός για την αγριότητά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)